Η ιστορία επαναλαμβάνεται !

“Επειδή μέχρι να δούμε τις προσθαφαιρέσεις στο ρόστερ της ομάδας μας, μπορεί να… βρεθούμε γκαστρωμένοι, είπα να θυμηθούμε κάποιες αντίστοιχες καταστάσεις και να γελάσουμε λιγάκι. Όσοι δεν έχετε το κουράγιο να τα διαβάσετε όλα μονομιάς, διατίθενται και σε… πολλές άτοκες δόσεις” γράφει ο dp11 στο σημερινό μακροσκελές και διασκεδαστικό κείμενό του.

210325

18 Αυγούστου 2011

Ώρα 8.30μμ (η σκηνή από το γραφείο του Μαρινάκη)

– Έχουμε τίποτα άλλο για σήμερα, ρωτάει ο Βαγγέλης τη γραμματέα του.

– Όχι, κύριε Πρόεδρε… όλα είναι τακτοποιημένα.

– Ωραία… μπορείς να φύγεις. Καλό σου βράδυ !

Σκέφτεται ο Πρόεδρος : τι να κάνω τώρα, να πάω στο σπίτι, θα έχει τίποτα για φαγητό ;

Λείπει και η κυρά με τα παιδιά, τι να πάω να κάνω μόνος στο σπίτι ; Κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο στον Ερνέστο, θα τελείωσε την προπόνηση τώρα. Τον καλεί στο κινητό…

– Γεια σας, κύριε Πρόεδρε.

– Δεν σου έχω πει ότι δεν γουστάρω κεριά και λιβάνια ; Γεια σου, Βαγγέλη, θα λες.

– Συγγνώμη, κύριε Πρόεδρε.

– Τι κάνατε με τον Βρέντζο και τον Μώραλη ; Κανονίσατε ποιους θα πάρουμε ;

– Κάπου καταλήξαμε, τώρα θα αναλάβει ο Εντουάρντο (Μαθία) να κάνει τις επαφές.

– Ποιες επαφές, ρε γαμώτο. Όλο επαφές κάνει και παίχτες δεν έχουμε…

– Δεν φταίει αυτός, κύριε Πρόεδρε. Αφού δεν είχαμε ξεκαθαρίσει ποιους θέλουμε…

– Τέλος πάντων… Πού είσαι, τι θα κάνεις απόψε ;

– Στο δρόμο είμαι και πηγαίνω στο σπίτι. Θέλετε κάτι από μένα ;

– Επειδή πεινάω, έλεγα να πάμε παρέα. Θα σ’ αφήσει η κυρά ; Πες ότι έχεις δουλειά.

– Φυσικά, αφού είναι για δουλειά, θα μ’ αφήσει…

– Στις εννιάμιση στο ταβερνάκι, στις Τζιτζιφιές, ξέρεις εσύ…

Ώρα 9.40μμ (στο ταβερνάκι, ο Ερνέστο κάθεται σε ένα τραπέζι)

– Άργησα λίγο, έκανα ένα μπάνιο, είχε και κίνηση στον δρόμο…

– Δεν πειράζει, Πρόεδρε.

– Λοιπόν, πριν πιάσουμε την κουβέντα… τι θα φάμε ;

– Εγώ δεν τρώω πολύ το βράδυ. Παραγγείλτε ό,τι θέλετε εσείς.

Ο Μαρινάκης φωνάζει τον σερβιτόρο του δίνει 5-6 πιάτα παραγγελία.

– Ζέστη έχει… να πιούμε μπυρίτσα ; Θα ανάψουμε άμα πιούμε κρασί.

– ΟΚ, Πρόεδρε.

– Φέρε και δύο μπύρες, τις πιο παγωμένες που έχεις, ποτήρια απ’ το ψυγείο και τα υπόλοιπα που είπαμε (λέει στον σερβιτόρο). Λοιπόν, τι γίνεται με τους παίχτες ;

– Είπαμε να πάρουμε τον Ορμπάιθ.

– Ποιον Ορμπάιθ, γαμώ την τρέλα μου ; Δεν άκουσες τι έγινε χτες όταν έβαλες τον άλλο ;

– Ποιον άλλο ;

– Πλάκα μου κάνεις ; Τον Ουρτάδο, ποιον άλλο !

– Τον χειροκρότησαν, Πρόεδρε.

– Χειροκρότησαν όταν τραυματίστηκε, όχι όταν μπήκε να παίξει. Και αυτοί οι γυμναστές, τι κάνουν ; Θλάση ο ένας, θλάση ο άλλος, σε λίγο θα πάθω κι εγώ θλάση…

– Συμβαίνουν αυτά, τι να κάνουμε ;

– Ποια συμβαίνουν, ρε γαμώτο ; Έγινε η ομάδα-νοσοκομείο πριν αρχίσουμε τη χρονιά !

– . . . (έρχονται οι μπύρες)

– Τέλος πάντων… για λέγε, τον μαύρο θέλεις ή τον ινδιάνο ;

– Ποιον ινδιάνο, Πρόεδρε ;

– Αυτόν μωρέ, που παίζει στη Γαλλία.

– Λέτε για τον Εστράδα ; (με χαμηλή φωνή, σχεδόν ψιθυριστά)

– Ναι, για αυτόν λέω… και γιατί μιλάς ψιθυριστά, μην μας ακούσουν ; Εδώ ο κόσμος το ‘χει τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι !

– Όχι, αλλά λέω να τους τη… φέρουμε, Πρόεδρε.

– Δηλαδή ;

– Να πούμε ότι θέλουμε τον Μακούν και να πάρουμε τον Εστράδα με καλύτερους όρους.

– Δεν σε είχα για τόσο έξυπνο. Για συνέχισε…

– Αυτός παίζει και αριστερά, μας βολεύει καλύτερα, ξέρει και καλή μπάλα.

– Πόσα θέλει ;

– Δεν ξέρω ακριβώς… να πάρουμε τον Εντουάρντο που ξέρει.

– Παράτα με, με τον Εντουάρντο. Θα το χειριστώ μόνος μου, αύριο το πρωί. Άντε, γιατί θα αρχίσει το πρωτάθλημα και εμείς θα ψάχνουμε για παίχτες…

Έρχονται τα πρώτα πιάτα… Ο Μαρινάκης αρχίζει να ρίχνει αλάτι, λάδι κλπ στις σαλάτες και είναι έτοιμος να φάει.

– Άντε, πάρε το πιρούνι. Τι με κοιτάς ;

– Να… ήθελα να πω…

– Τι ήθελες να πεις ; Πες το !

– Θέλω και τον Ορμπάιθ και έναν επιθετικό ακόμα…

– Και γιατί μου τα λες ένα-ένα ;

– Ξέρετε, επειδή έφερα τον Ουρτάδο και δεν έπιασε, έδιωξα και τον Άγγλο, οπότε τώρα…

– Λοιπόν, επειδή είμαι νηστικός όλη μέρα και δεν θέλω να μου το βγάλεις από τη μύτη… Φάε τώρα και τα λέμε μετά.

Ώρα 10.15μμ (ακούγονται φωνές, γίνεται χαμός…)

– Τι έγινε και φωνάζουν, ρωτάει μπουκωμένος ο Πρόεδρος.

– Δεν ξέρω… (κουνάει δεξιά-αριστερά το κεφάλι, όπως συνηθίζει, ο Βαλβέρδε)

– Γιατί δεν τρως ; Φάε, θα μείνεις νηστικός !

– Χόρτασα…

– Με τι χόρτασες ; Αφού δεν έφαγες τίποτα… μόνον παίχτες τρως !

– Σας είπα ότι δεν τρώω πολύ το βράδυ…

Ακούγονται πάλι φωνές και πανηγύρια από το απέναντι μαγαζί που έχει τηλεόραση και βλέπουν ποδόσφαιρο. Ορισμένοι σηκώνονται και φεύγουν με κατεβασμένα κεφάλια…

– Τι έγινε πάλι… ποιος παίζει ;

– Παίζει ο Παναθηναϊκός με την Μακάμπι στο Τελ Αβίβ, Πρόεδρε.

– Αφού δεν τρως, τράβα και ρώτα… τι γίνεται ;

– Δεν ξέρω ελληνικά, Πρόεδρε. Πώς να ρωτήσω ;

– Άσε, θα μάθω εγώ… (φωνάζει τον σερβιτόρο)

– Για ρώτα αυτούς που φεύγουν από απέναντι… τι κάνει ο βάζελος ;

Τρέχει ο σερβιτόρος, ρωτάει τον έναν, δεν απαντάει, ρωτάει τον άλλον τα ίδια… Πάει και αυτός απέναντι, κοιτάζει και βλέπει “Μaccabi T.A. – Panathinaikos 2-0”. Γυρίζει τρέχοντας και τους λέει τα νέα…

– Ωραία… Αυτοί δεν είναι που μας κέρδισαν πέρυσι και σ’ έφερα άρον-άρον ;

– Ναι, αυτοί είναι… Έχουν καλή ομάδα !

– Σκατά έχουν, τρώμε κιόλας… Άσε μην μου το θυμίζεις τώρα, χάσαμε τόσα φράγκα εξαιτίας τους. Θέλεις να παραγγείλουμε τίποτα άλλο ; Εγώ χόρτασα…

– Όχι, δεν θέλω… ευχαριστώ !

– Μια μπυρίτσα ακόμα, θα παραγγείλω. Μετά τρώμε και κανένα παγωτό να στρώσουμε το στομάχι και να πάμε για ύπνο…

– . . . (σηκώνει τους ώμους του, ο Ερνέστο)

– Για πες τώρα. Αφού θα πάρουμε τον ινδιάνο, εκτός αν εκείνος ο… γουρουνόφατσας, δεν θυμάμαι και πώς τον λένε, ένα γυναικείο όνομα έχει…

– Νικολέν, νομίζω…

– Μπράβο, έτσι τον λένε. Δεν τον ήξερα, χτες τον είδα σε μια φωτογραφία και τρόμαξα. Έλεγα, εκτός και αν αυτός μας ζητήσει τον ουρανό με τα άστρα…

– Δεν πειράζει, Πρόεδρε. Θα πάρουμε μόνον τον Ορμπάιθ !

– Στο διάολο κι εσύ και ο Ορμπάιθ. Αφού τον θες, πάρ’ τον και αυτόν. Τι έλεγα τώρα, με διέκοψες και ξέχασα… Ρε παιδί, φέρε μια μπύρα είπαμε. Παγωμένη να είναι, η προηγούμενη ήταν ζεστή σαν γομαροκάτουρο !

– Λέγαμε για τον κύριο Νικολέν…

– Α, γεια σου… για αυτόν λέγαμε. Ξέρεις αν είναι παντρεμένος ;

– Όχι, δεν ξέρω.

– Ρε ‘σύ… αν είναι, πώς μπορεί και κοιμάται δίπλα του η γυναίκα του ; Χώρια που θα πιάνει όλο το κρεβάτι, φαντάζεσαι τι ροχαλητό και τι κλάσιμο θα ρίχνει αυτός ;

– Το φαντάζομαι… (γελάει ντροπαλά ο Ερνέστο)

– Λοιπόν, άμα αυτός ζητήσει αύριο τα μαλλιοκέφαλά του, θα πάρω στο καπάκι τους άλλους να μας δώσουν τον μαύρο να ξεμπερδεύουμε. Βαρέθηκα, μας κράζει και ο κόσμος…

– Συμφωνώ… αυτό να κάνετε. Και για τον επιθετικό θα το εξετάσουμε…

– Ωχ, έχουμε και άλλον μπελά. Ο Μήτρογλου δεν μάρκαρε, ο Άγγλος δεν ήξερε μπάλα, ο Νέμεθ είναι κοντός και άπειρος. Το ‘χεις παρακάνει κι εσύ !

– . . . (δεν βγάζει μιλιά και δεν τολμά να τον κοιτάξει κατάματα ο Ερνέστο)

– Λοιπόν, ό,τι έγινε, έγινε. Πάρε αύριο πρωί-πρωί τον Ντάρκο… (ακούγονται πάλι φωνές από το απέναντι μαγαζί). Κάνε πλάκα… θα έφαγαν κι άλλο οι βάζελοι !

– Μάλλον…

– Τι μάλλον, σίγουρα… Για να χαλάνε τον κόσμο οι δικοί μας, έφαγαν και άλλο !

– Δηλαδή χάνουν με 3-0 ; Πολύ βαρύ σκορ…

– Κανόνισε, στη δέκατη αγωνιστική θέλω να τους ξεφτιλίσουμε. Από πέντε και πάνω… Λοιπόν, πάρε αύριο τον Ντάρκο και πες του : είπε ο Βαγγέλης, να κόψεις το λαιμό σου και να βρεις έναν επιθετικό σαν εσένα !

– Σαν εμένα ;

– Όχι, ρε γαμώτο… σαν αυτόν. Δηλαδή, σαν τον Ντάρκο… μην τα μπερδέψετε !

– Εντάξει, Πρόεδρε. Και συγγνώμη για την αναστάτωση…

– Πάμε να φύγουμε ή θα φάμε ένα παγωτό πρώτα ;

– Ας φάμε…

– Σωστά, μην κοιμηθείς και εντελώς νηστικός… Ρε κατάστημα, πιάσε και δύο παγωτά. Βάλε 2-3 μπάλες στο καθένα (τρεις βάλε, στην υγεία των βάζελων). Στο δικό μου βάλε και μπόλικο σιρόπι, βύσσινο… Φέρε και τον λογαριασμό να σε πληρώσουμε !

Ο παπάς ευλογάει τον ΘΡΥΛΟ !

Σας μεταφέρουμε μερικά στιγμιότυπα από την τελετή του αγιασμού. Επειδή δεν υπήρχε ψάλτης, ανέλαβε να βοηθήσει ο Βαγγέλης που στέκονταν δίπλα στον παπά.

agiasmos

– Ευλογητός ο Θεός, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων…

– Αμήν ! (ψιθυρίζει στον παπά : βάλε κάτι για τον ΘΡΥΛΟ και ξαναπές το)

– Ευλογητός ο Θεός και ο Θρύλος πρωταθλητής εις τους αιώνας των αιώνων…

– Ωραία το είπες, ψιθυρίζει ο Βαγγέλης. Πες και τίποτα άλλο…

– Τι να πω, ρωτάει ο παπάς.

– Πες για το κύπελλο και για το Champions League, του ψιθυρίζει ο Πρόεδρος.

– Και καλήν επιτυχίαν στο κύπελλο και… (πώς να το πει τώρα, στα αρχαία ελληνικά το Champions League) εις όλους τους αγώνες…

– Για το Champions League δεν είπες, του λέει ο Μαρινάκης.

– Και καλήν επιτυχίαν εις τους αγώνας της Λίγκας των πρωταθλητών… (θα τρίζουν τα κόκκαλα των αρχαίων, αφού αυτοί δεν ήξεραν από Λίγκες και τέτοια κόλπα)

– Μπράβο, τώρα το είπες καλά. Πες τίποτα και για το αμυντικό χαφ.

– Και εύχομαι εις την διοίκησην και εις τον προπονητήν, να επιτύχουν την απόκτησιν ενός αμυντικού μέσου…

– Μπράβο, μπράβο…

– … γιατί αλλιώς οι οπαδοί θα τους πάρουν με τις ντομάτες…

– Με τις ντομάτες είναι καλά, θα φάμε και καμία. Με τις πέτρες τι κάνουμε;

– Αγαπητοί αδελφοί, όταν τα παιδία έριχνον προς τον Ιησούν και τους μαθητάς αυτού πέτρας, ετσατίσθη ο απόστολος Πέτρος…

– Αμήν !

– Πρόεδρε, μην λες ό,τι να ‘ναι, ψιθυρίζει ο παπάς και συνεχίζει να ψέλνει. Τότε, ο απόστολος Πέτρος εκινήθη με αγρίας διαθέσεις προς τα παιδία…

Ο δε Ιησούς συνεκράτησεν αυτόν, λέγων : Πέτρο, άφες τα παιδία οπίσω μου ελθείν, μπας και τσακώσω κανένα…

Ο Μαρινάκης τα ‘χει παίξει, προσπαθεί να συγκρατήσει τα γέλια του, οι ξένοι παίχτες ξύνονται, αφού δεν καταλαβαίνουν Χριστό και οι λίγοι Έλληνες που έχουν πιάσει το νόημα σκύβουν για να μην προκαλέσουν τον Πρόεδρο και γελάσει, αφού περνάει απ’το μυαλό τους ότι μπορεί να φάνε μετά και κανένα πρόστιμο. Ο παπάς συνεχίζει απτόητος την ψαλμωδία…

– Σώσον Κύριε, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου… Νίκας τοις ερυθρολεύκοις κατ’ εναντίον δωρούμενος.

Και συνεχίζει, διαβάζοντας : βοήθησε να κατευθύνεται η μπάλα εις τα δίχτυα των αντιπάλων διά των ποδών ή των κεφαλών των παιχτών της ομάδας ταύτης. Αμήν…

– Αμήν, αμήν, αμήν… (πες τίποτα και για το αμυντικό χαφ, ψιθυρίζει στον παπά)

Είπα νωρίτερα, απαντάει ψιθυριστά ο παπάς. Και συνεχίζει : αμήν, αμήν λέγω υμίν, ίνα ο Θεός ευλογήσει την Διοίκησιν υμών, ίνα αποκτήσει αξιόλογον αμυντικόν μέσον και ούτως αποφύγει τας πέτρας και τας αποδοκιμασίας…

– Είμαστε εντάξει τώρα, δεν θέλω τίποτα άλλο παπα-Δημήτρη.

– Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς και δώσε όλους τους τίτλους εις ημάς… (με τον Ολυμπιακό είμαι κι εγώ, ρε παιδιά, σκέφτεται ο παπάς, αν και το ύψιλον δεν φαίνεται στην ψαλμωδία)

– Αμήν…

Και, χωρίς ψαλμωδία, λέει ο παπα-Δημήτρης : Καλή χρονιά να έχετε, να είστε υγιείς, πρωταθλητές και κυπελλούχοι. Και να μας βγάλετε ασπροπρόσωπους εις την Ευρώπην, αφού τα άλλα τα ρεζίλια έχασαν από τους Εβραίους. Καλή χρονιά σε όλους σας !

24 Αυγούστου 2011

Για να μην περάσει ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης, σας μεταφέρουμε αποκλειστικό ρεπορτάζ από τη συνάντηση κορυφής, η οποία γίνεται τώρα στο γραφείο του Προέδρου.

– Είπα να κοιμηθώ ένα μεσημέρι, αλλά αφήνετε εσείς κανέναν να ηρεμήσει ; Ποιος είχε την ιδέα, να μαζευτούμε μεσημεριάτικα ;

– Εγώ, κύριε Πρόεδρε… (λέει ο Βαλβέρδε)

– Εσύ, τι άλλο θα κάνεις… και σου είπα : μην με ξαναπείς “κύριε Πρόεδρε”. Βαγγέλη, θα με λες, το άκουσες ;

– Μάλιστα, κύριε Πρόεδρε.

– . . . (του ρίχνει μια αυστηρή ματιά, αλλά δεν λέει τίποτα)

– Είπαμε να μιλήσουμε τώρα για τις μεταγραφές.

– Και γιατί τώρα και όχι το βράδυ ; Να φάμε και τίποτα…

Παρεμβαίνει ο Βρέντζος, που βρίσκεται μαζί με τον Μώραλη στη συνάντηση.

– Κύριε Πρόεδρε, πέρασαν οι μέρες και είπαμε να συντομεύουμε.

– Τέλος πάντων… κάναμε τίποτα με τις μεταγραφές ή όχι ;

– Βαγγέλη… (λέει ο Βαλβέρδε)

– Σώπα… το έμαθες, επιτέλους ;

– Όπως βλέπετε !

– Με… βλέπεις διπλό, ρε γαμώτο ; Τι διάολο τον θες τον πληθυντικό ;

– Ναι…

– Ναι και ξερός (τα ‘χει πάρει ο Βαγγέλης που του χάλασαν τον ύπνο).

– Έλεγα για τις μεταγραφές…

– Όλο λες-λες και μεταγραφές δεν κάνουμε. Ο Ντάρκο και ο Μαθία πού είναι ;

– Αυτό θα σας έλεγα, αλλά δεν μ’ αφήσατε να ολοκληρώσω…

– . . . (ο Μαρινάκης τον κοιτάζει αγριεμένος)

– Ο Ντάρκο ψάχνει για έναν επιθετικό, τέτοιον που είπαμε την Πέμπτη στις Τζιτζιφιές.

Ο Βαγγέλης, που έχει αράξει στην πολυθρόνα του, διακόπτει απότομα το χασμουρητό του.

– Ποιες Τζιτζιφιές ; Έχει γούστο να φέρει κανέναν που παίζει στην Καλλιθέα. Ικανούς για όλα σας έχω… γαμώ την καταδίκη μου !

– Όχι, Βαγγέλη. Όταν τρώγαμε στις Τζιτζιφιές, δεν μου είπες να του πω…

– Για πότε λες… για προχτές το βράδυ που έπαιζαν οι βάζελοι και τους έκαναν ρόμπες οι Εβραίοι ;

– Ναι, για τότε λέω.

– Τι σου είπα να του πεις ; Δεν θυμάμαι, με έχετε χαζέψει.

– Μου είπες να κόψει το λαιμό του…

– Δεν τον έκοψε ακόμα ;

– . . . και να βρει έναν επιθετικό σαν αυτόν !

– Σαν ποιον, δηλαδή ;

– Σαν τον Ντάρκο, Πρόεδρε… έτσι μου είπες.

– Εγώ, καλά είπα. Το θέμα είναι : ποιος με άκουσε ;

– Γιατί το λέτε αυτό, Πρόεδρε ; Έχετε παράπονο ότι δεν σας ακούμε ;

– Ε, βέβαια και έχω… μαζί μιλάμε και χώρια συνεννοούμαστε. Τη μία μέρα σου λέω αυτό και την άλλη μαθαίνω ότι ψάχνεις για γρήγορο επιθετικό. Πες μου, ήταν ποτέ γρήγορος ο Ντάρκο ;

– Όχι, γι’ αυτό δεν τον έβαζα να παίξει !

– Και γιατί δεν μου το είπες ;

– Ποιο να σας πω ;

– Ότι δεν θες παίχτη σαν τον Ντάρκο, ρε παιδί μου.

– Φοβήθηκα, Πρόεδρε !

– Φτου, γαμώ την τρέλα μου. Τι φοβήθηκες, ρε γαμώτο ;

– . . .

– Τέτοιες μαλακίες κάνεις και γι’ αυτό δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη. Δεν μου λες τι ακριβώς θέλεις και ύστερα δεν σ’ αρέσουν αυτοί που παίρνουμε.

titlos

Και συνεχίζει ο Πρόεδρος : καλά που το θυμήθηκα, ο Μαθία έδωσε κανέναν απ’ αυτούς που δεν θέλεις ;

– Έδωσε τον Σουμπίνιο και τον Κατάι στον Ο.Φ.Η.

– Τον Κατάι ; Αυτόν φέτος δεν τον πήραμε ;

– Ναι, φέτος…

– Και γιατί τον δώσαμε στον Ο.Φ.Η. ;

– Δεν είναι ακόμα έτοιμος… εκεί μπορεί να πάρει παιχνίδια.

– Ποιον έχουν προπονητή αυτοί ;

– Τον Αναστόπουλο.

– Πάλι καλά… ελπίζω να του μάθει να βάζει και κανένα γκολ.

Και συνεχίζει : Γιάννη, λέει στον Μώραλη, να πάρεις τηλέφωνο στον Νικόλα και να του πεις να τον βάζει μέσα. Μην τον στείλουμε έναν χρόνο για διακοπές στην Κρήτη και τον πληρώνουμε τζάμπα. Καφέ ήπιατε ;

– Με τον Αναστόπουλο, Πρόεδρε ;

– Ποιον Αναστόπουλο ; Αυτό μας έλειπε τώρα, να τακιμιάσεις και με τον μουστάκια !

– Ο μουστάκιας, ποιος είναι ;

– Α, δεν ξέρεις εσύ… ο Αναστόπουλος είχε μουστάκι στα νιάτα του, αλλά τώρα άσπρισε, δεν του πάει και το ξύρισε. Πάλι καλά που δεν έκανε καμία μαλακία να το βάψει, σαν μερικούς άλλους. Τι λέγαμε ;

– Για τον καφέ, Πρόεδρε.

– Θα πιείτε καφέ. Εγώ νυστάζω, θα παραγγείλω.

– Εγώ δεν πίνω καφέ. Δεν είναι καλά το στομάχι μου, τώρα τελευταία…

– Αφού δεν τρως τίποτα, πώς να είναι καλά… Βγήκαμε προχτές και τα μύριζες. Φάε λίγο, καθρέφτη δεν έχεις να δεις πώς είσαι ; Θα μας μείνεις στα χέρια καμιά μέρα και δεν θα ξέρουμε τι να κάνουμε.

Φωνάζει τη γραμματέα του : Ρε Νίκη, φτιάξε έναν καφέ για μένα και φέρε ό,τι θέλουν τα παιδιά.

– Νίκη την λένε ;

– Για να την φωνάζω “Νίκη”, έτσι θα την λένε…

– Είπα μήπως το κάνετε για… γούρι ! (γελάει ντροπαλά ο Ερνέστο)

– Αποκτήσαμε και χιούμορ, βλέπω…

– . . . (κοκκινίζει ο Ερνέστο)

– Έλα, δεν πειράζει αυτό… άλλα πειράζουν !

Έρχεται η Νίκη και ρωτάει τους άλλους : Εσείς, τι θέλετε να σας φέρω ;

Λέει ο Βρέντζος : για μένα και για τον Γιάννη, ξέρεις.

Λέει ο Βαλβέρδε : εγώ θέλω ένα perrier, αν έχετε…

Πετάγεται ο Πρόεδρος : Θα πάμε να το γεννήσουμε… γραφείο είναι, δεν είναι καφετέρια.

– Συγγνώμη… Φέρτε μου έναν χυμό ή μία πορτοκαλάδα, χωρίς ανθρακικό.

– Απ’ αυτά, έχουμε. Πάλι καλά που δεν ζήτησες τίποτα παράξενο πάλι.

– Βαγγέλη, με όλο μου το θάρρος, να σε ρωτήσω κάτι ;

– Και δεν ρωτάς…

– Πώς ξέρεις τι έχετε και τι δεν έχετε στο ψυγείο ;

– Είπα κι εγώ : τι θα πει τώρα… Άμα δεν ξέρω τι έχουμε στο ψυγείο, τι θα ξέρω ; Λοιπόν, μάγκες… έχουμε τόση ώρα εδώ και δεν είπαμε τίποτα ακόμα. Τι λέγαμε ;

– Για τον Ντάρκο, Πρόεδρε.

– Λοιπόν, να σοβαρευτούμε και λίγο. Οι άλλοι κρέμονται απ’ το στόμα μου…

– Οι Γάλλοι, Πρόεδρε ;

– Δεν ακούς κιόλας… ποιοι Γάλλοι ; Οι άλλοι, είπα !

– Ποιοι είναι οι άλλοι ; Δεν τους ξέρω.

– Ω, ρε… τους ξέρεις και τους παραξέρεις !

– . . . (ο Ερνέστο δείχνει πολύ αμήχανος, σαν μαθητής που δεν ξέρει το μάθημα)

– Ο κόσμος, οι οπαδοί μας… Ξυπνάτε !

– Τι θέλουν οι οπαδοί μας ;

– Εσύ, τι λες να θέλουν ; Να τους βρούμε… γκόμενες ;

– Ε, όχι… (σπάει χαμόγελο ο Ερνέστο)

– Πάλι καλά, το κατάλαβες. Παίχτες θέλουν και έχουμε αργήσει… θα μας πάρουν με τις πέτρες με τα μυαλά που κουβαλάτε !

– Κι εγώ θέλω παίχτες…

– Επιτέλους, θα μιλήσουμε σοβαρά !

Έρχεται η Νίκη με τους καφέδες και λέει στον Ερνέστο : σας έβαλα χυμό, μπανάνα !

– Ευχαριστώ πολύ… θα μου κάνει καλό στο στομάχι.

– Λοιπόν, επειδή σε λίγο θα πονέσει και το δικό μου το στομάχι, θα πείτε πού βρισκόμαστε με τις μεταγραφές ;

– Ο Εντουάρντο προσπαθεί να κλείσει τον Εστράδα, απ’ όσο ξέρω.

– Θύμησέ μου, ποιος είναι ο Εστράδα ;

– Ο παίχτης της Μονπελιέ, ο διεθνής Χιλιανός μέσος.

– Ο ινδιάνος, δηλαδή… Κατάλαβα, με τον μαύρο δεν κάναμε τίποτα !

– Ποιον μαύρο, Πρόεδρε ; Αφού είπαμε ότι δεν θέλουμε αυτόν. Είναι πολύ ακριβός, είναι και μαύρος…

– Μπορείς να μου πεις : τι πρόβλημα έχεις εσύ με τους μαύρους ;

– Τους… φοβάμαι, Πρόεδρε.

– Μη χειρότερα… Γιατί τους φοβάσαι ;

– Είναι γρήγοροι και δυνατοί, αλλά δεν ξέρουν μπάλα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Παίζουν και στο Copa Africa τον χειμώνα. Και, κυρίως, δεν αφομοιώνουν εύκολα την τακτική της ομάδας, επειδή δεν έχουν πολύ μυαλό στο κεφάλι τους.

– Ενώ εμείς, με το πολύ μυαλό, προκόψαμε. Δεν βλέπω !

– Πόσα θέλουν για αυτόν ;

– Άκουσα για τρία εκατομμύρια…

– Τώρα, μιλάμε για μεταγραφή ή για δανεικό ;

– Για μεταγραφή… δεν μας τον δίνουν δανεικό, έτσι είπαν.

– Γιατί ;

kasami

Δεν μιλάει ο Βαλβέρδε και επεμβαίνει ο Βρέντζος.

– Πρόεδρε, μίλησα με τον Μαθία και είπε ότι δέχονται μόνον να τον πουλήσουν. Θέλουν λεφτά για να πάρουν άλλον, επειδή είναι βασικός στην ομάδα τους. Έχουν κάνει 3 νίκες σε 3 παιχνίδια και ο Μάρκο βγάζει μάτια…

– Γιάννη, ποιος Μάρκο ; Για τον Εστράδα δεν μιλάμε ;

– Μάρκο τον λένε και αυτόν, Πρόεδρε.

– Α, έτσι πες, γιατί με μπερδέψατε. Τόσα ονόματα όλο το καλοκαίρι, με χαζέψατε… Δηλαδή, είναι καλός και λέτε να τον πάρουμε ;

Λέει ο Βαλβέρδε : Πολύ καλός είναι, Πρόεδρε… συμφωνώ να τον πάρουμε.

– Ο κόσμος τον θέλει ; Τι γράφουν οι εφημερίδες και οι άλλοι στα site ;

Παίρνει τον λόγο ο Μώραλης : Οι δημοσιογράφοι τον θέλουν… έτσι γράφουν οι περισσότεροι, τουλάχιστον.

– Καλά οι δημοσιογράφοι όλους τους θέλουν, αυτοί είναι που χάζεψαν τον κόσμο. Οι οπαδοί της ομάδας, τι λένε ;

– Δεν βγάζεις άκρη με τους οπαδούς, Πρόεδρε… ο ένας το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του.

– Δεν λέω αυτό… άμα πάρουμε τον Εστράδα, υπάρχει περίπτωση να μας κράξουν ;

– Δεν νομίζω, Πρόεδρε.

– Γιάννη, λέει στον Βρέντζο, τράβα στο άλλο γραφείο και πάρε τον Μαθία να τον κλείσει. Αύριο να είναι στο αεροδρόμιο, μεθαύριο να τον ανακοινώσουμε.

Ο Βρέντζος φεύγει και πάει στο άλλο γραφείο για να τηλεφωνήσει στον Μαθία.

– Ερνέστο, είπες ότι θέλεις και έναν επιθετικό. Κάναμε τίποτα ;

– Πρόεδρε, θέλω και έναν για τα πλάγια. Στα φιλικά είδα ότι δεν μας κάνει ο Χαβίτο.

– Στα φιλικά το είδες, στα επίσημα δεν το έβλεπες ;

– Μα, δεν έπαιξε καθόλου επίσημα παιχνίδια με Λα Κορούνια.

– Ποια Λα Κορούνια ; Στον Άρη δεν έπαιζε ;

– Ναι, αλλά πήγε στην Ισπανία μετά…

– Τέλος πάντων… και αυτόν, τι θα τον κάνουμε ;

– Να τον δώσουμε κάπου δανεικό, επειδή του λείπουν παιχνίδια.

– Ουφ… Ας μην μιλήσω, δεν θέλω να χαλάσουμε τις καρδιές μας. Ποιον θες να πάρουμε ;

– Τον Αμπντούν που έπαιζε στην Καβάλα… είναι πολύ καλός !

– Και με ποιον θα μιλήσουμε ; Τον έπιασαν τον “αγαπούλα” ;

– Ποιος είναι αυτός πάλι ;

– Ο Πρόεδρος της Καβάλας, ας πούμε…

– Αυτός που καταζητείται από τις διωκτικές αρχές ;

– Ναι, αυτός !

– Δεν ξέρω, αλλά ο Εντουάρντο μου είπε ότι τον έχει έτοιμο. Τον Αμπντούν λέω, όχι τον άλλον.

– Ποιον άλλον ; Έχουμε κι άλλον ;

– Εννοούσα τον καταζητούμενο… Αλλά θέλουμε και έναν επιθετικό, περίπου σαν τον Μιραλάς. Δυστυχώς, ο Μάρκο είναι πολύ αργός, Πρόεδρε.

– Ρε, δεν μου είπες ότι συμφωνείς για τον Μάρκο και έστειλα τον Βρέντζο να πάρει τον Μαθία για να τον κλείσουν ;

– Αυτός είναι ο Μάρκο Εστράδα… τώρα λέμε για τον Μάρκο Πάντελιτς.

– Με ζαλίσατε, πεινάω κιόλας. Να πάμε για φαγητό τώρα και βλέπουμε…

– Πότε να δούμε, Πρόεδρε ; Οι μέρες πέρασαν και κάποτε πρέπει να τελειώνουμε. Λένε ότι είναι καλός ένας Βούλγαρος, μοιάζει με τον Μιραλάς και είναι φτηνός.

– Θα δούμε, είπα. Να βγούμε το βράδυ, να φάμε και τίποτα…

– Πάλι θα φάμε ;

– Γιατί, εσύ φοβάσαι μην τυχόν και παχύνεις ; (και του κλείνει το μάτι με νόημα)

Η συνέχεια από γνωστή παραλιακή ψαροταβέρνα

– Γάτος είσαι πάντως. Μόλις σου έκλεισα το μάτι, κατάλαβες ότι ήθελα να τους ξεφορτωθώ, χώρια που ο καφές μου θέρισε το στομάχι και δεν άντεχα άλλο. Δεν τους θέλω αυτούς μαζί μας, γιατί ο Μώραλης πίνει έναν σκασμό και μετά λέει μαλακίες στους δημοσιογράφους, ενώ ο Βρέντζος είναι λαίμαργος και με… αγχώνει πολύ !

– Γιατί σας αγχώνει ;

– Γιατί μου τρώει τις σαλάτες, δεν προλαβαίνω τα ορεκτικά, βουτάει το ψωμί στο λάδι και νιώθω σαν τον γύφτο, να λέω συνέχεια στο παιδί “φέρε” και “φέρε”. Στο τέλος θα μας πουν ότι δεν έχουμε ούτε να φάμε !

– Ναι, έχετε δίκιο.

– Ο ενικός ισχύει και εκτός γραφείου… μην με τσατίζεις πάλι !

– Γιατί, πότε σας τσάτισα, κύριε Πρόεδρε ;

– Ρε καταλαβαίνεις τι σου λέω ή θες να μας ακούσουν μέχρι τη Σαλαμίνα ;

– Ποια είναι η Σαλαμίνα ;

– Αυτό εκεί που βλέπεις, το νησί, το λένε Σαλαμίνα.

– Μάλιστα… Ευχαριστώ, δεν το ήξερα.

– Καλά, έχεις συμπληρώσει δύο χρόνια στην Ελλάδα και δεν έμαθες ούτε τη Σαλαμίνα ;

– Δεν έτυχε…

– Τέλος πάντων. Να φωνάξω το παιδί, να παραγγείλουμε… έχει φρέσκα θαλασσινά.

– Από αυτά, θα φάω… δεν με πειράζουν στο στομάχι.

– Πάλι καλά… Λοιπόν, τι λες να πάρουμε ;

– Έναν καλό αμυντικό χαφ…

– Βρε, πώς να σε πει κανένας… Για φαγητό, τι θα πάρουμε ;

– Αν έχει, εγώ θα έτρωγα μία ψαρόσουπα.

– Έχει… κι εγώ θέλω μία στην αρχή. Κάτσε να πεταχτώ μἐσα και να δω, βαριέμαι να διαβάζω τον κατάλογο.

Σηκώνεται και πάει μπροστά στο ψυγείο του μαγαζιού…

– Ρε μάστορα, τι καλό θα μας φτιάξεις να φάμε ;

– Ό,τι θέλει ο Πρόεδρος.

– Για βγάλε να δω, έχεις κανένα φρέσκο ;

– Όλα φρέσκα είναι, Πρόεδρε.

– Εννοώ, φρέσκο απ’ τη θάλασσα. Όχι απ’ το ιχθυοτροφείο !

– Δεύτερο πράμα, θα σου δώσω να φας, ρε Πρόεδρε ; Αυτά είναι για τους βάζελους !

– Έχετε και βάζελους πελάτες στο μαγαζί ;

– Έρχονται κάποιοι…

– Καλά κάνουν… ελπίζω να σας πληρώνουν !

– Α, όλα κι όλα… βερεσέ δεν έχει σε κανέναν, ούτε τζάμπα. Άμα δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν, να μην έρθουν να φάνε.

– Εκτός και αν… ρίξουν τον Βόλο και την Καβάλα !

– Ναι, τα ρεζίλια… σαν τα κοράκια θα πέσουν τώρα. Δεν τους κάνεις μια πλάκα, να τους πάρεις όλους και να τους δανείσεις στη Δράμα, στην Κέρκυρα και στην Τρίπολη ;

– Γιατί, ειδικά σ’ αυτούς ;

– Ξέρεις, η καταγωγή μου είναι από τη Δράμα και στην Κέρκυρα πάω για διακοπές (έχω έναν κουμπάρο εκεί, καλό παιδί, τον γνώρισα όταν πήγαμε φαντάροι στην Τρίπολη).

– Α, έτσι εξηγούνται όλα…

Βγάζει τις λαμαρίνες με τα ψάρια, τα βλέπει ο Πρόεδρος και λέει : βάλε στο τηγάνι ένα κιλό μπαρμπούνια, να είναι ξεροψημένα… ψήσε και αυτά τα δύο λιθρινάκια. Στείλε και ένα χταποδάκι στα κάρβουνα, κανένα καλαμάρι, μύδια σαγανάκι, βάλε και λίγα χόρτα. Ξέχασα, έχω και τον άλλον τον μίζερο… βάλε και δύο περιποιημένες κακαβιές, τώρα στην αρχή και πες στο παιδί να ‘ρθεί στο τραπέζι.

084722

Γυρίζει στο τραπέζι και ο Βαλβέρδε κοιτάζει προς τη Σαλαμίνα.

– Ανησύχησα… πού ήσουν τόση ώρα, Πρόεδρε ;

– Πήγα να δω τι έχει και να παραγγείλω.

– Σκέφτηκα ότι μπορεί να σ’ έπιασε κόψιμο !

– Μη χειρότερα… πώς σου ‘ρθε ;

– Ε, τόση ώρα… είπα κάτι θα έπαθε. Χτυπούσε και το τηλέφωνο…

– Μήπως είδες ποιος ήταν ;

– Σας παρακαλώ… δεν γίνομαι ποτέ αδιάκριτος !

– Κάτσε να δω… (κοιτάζει στις αναπάντητες κλήσεις)

– Μπα… δεν το έχω το νούμερο. Απ’ το εξωτερικό ήταν, δεν ξέρω απ’ έξω τους κωδικούς. Όποιος θέλει ας ήταν… να ξαναπάρει.

– Γιατί δεν τον καλείτε εσείς ;

– Άσε τώρα, να φάμε πρώτα και βλέπουμε…

Έρχεται το παιδί του μαγαζιού και ρωτάει : τι θα σας φέρω να πιείτε ;

– Εγώ, ένα εμφιαλωμένο νερό.

– Τι νερό, ρε γαμώτο. Νερό πίνουν τα βόδια !

– Αστειεύεσαι, Βαγγέλη… πίνουν εμφιαλωμένο νερό τα βόδια ;

– Τώρα, ποιος αστειεύεται, άσ’ το καλύτερα. Πάντως μ’ αρέσει που ξεθάρρεψες λίγο.

– . . . (κοκκινίζει ο Ερνέστο)

– Λοιπόν, ξέχνα το νερό. Λέγε : λευκό κρασί ή ούζο προτιμάς ;

– Θα μεθύσουμε, ρε γαμώτο. Έχω και προπόνηση μετά…

– Αμάν, το ξέχασα. Δεν παίρνεις ένα τηλέφωνο, να τους δώσεις ρεπό σήμερα ;

– Πρόεδρε, τι λες… είσαι με τα καλά σου ; Το Σάββατο έχουμε επίσημο αγώνα.

– Τι ακριβώς έχουμε το Σάββατο ;

– Αρχίζει το πρωτάθλημα και πρέπει να μοντάρουμε τη βασική ενδεκάδα.

– Καλά, πού ζεις εσύ ; Δεν πήρες χαμπάρι τι έγινε χτες ;

– Κάναμε τον αγιασμό και ο Τζεμπούρ ήταν αδικαιολογήτως απών.

– Ρε, τι πάθαμε…

– Τι πάθαμε ; Δεν ξέρω !

– Ρε γαμώτο, ειδήσεις δεν ακούς ;

– Όχι, γιατί έχει χαλάσει η δορυφορική στο σπίτι και τα ελληνικά δεν τα καταλαβαίνω.

– Δεν παίζουμε το Σάββατο… δεν έχουμε αντίπαλο !

– Το ξέρω… είναι πολύ καλή η ομάδα μας. Κανένας αντίπαλος δεν μπορεί…

– Ρε, άλλο σου λέω. Έβγαλαν απόφαση και… εξαφάνισαν τον Βόλο και την Καβάλα.

– Ποιος τους εξαφάνισε… ο Χάρυ Πότερ ;

– Όχι, ο Παπανδρέου.

– Ο… πρωθυπουργός ; Εξαφάνισε τον Βόλο και την Καβάλα ; Πώς έγινε αυτό ;

– Πάρε ένα τηλέφωνο στον Ασπιάθου να κάνει αυτός την προπόνηση και θα σου πω.

Το παιδί παρακολουθεί την κουβέντα και περιμένει αμήχανο τόση ώρα. Βρίσκει την ευκαιρία και ρωτάει : θα μου πείτε, τι να σας φέρω για να πιείτε ;

Ο Ερνέστο καλεί τον Ασπιάθου. Το τηλέφωνο καλεί και πριν απαντήσει, ρωτάει ο Μαρινάκης : λέγε, κρασί ή ούζο ;

– Ούζο, λέει ο Βαλβέρδε, ακριβώς τη στιγμή που σηκώνει το τηλέφωνο ο Ασπιάθου.

– Φέρε ένα μπουκάλι ούζο Μυτιλήνης, απ’ το καλό… και πάγο, λέει στο παιδί.

Οι Ισπανοί τα λένε, όλο γελάκια στο τηλέφωνο. (Σ.Σ. ο ρεπόρτερ δεν γνωρίζει ισπανικά και δεν μπορεί να μεταφέρει το ακριβές περιεχόμενο της συνομιλίας των δύο τεχνικών).

Όταν κλείνουν το τηλέφωνο, λέει ο Βαλβέρδε : εντάξει, Πρόεδρε.

– Θα μου πεις γιατί γελούσατε ;

– Άκουσε που είπα “ούζο” μόλις σήκωσε το τηλέφωνο και ανοίξαμε κουβέντα γι’ αυτό.

– Για την προπόνηση του είπες ;

– Φυσικά… του έδωσα τις απαραίτητες οδηγίες.

– Θα τους βάλει να τρέξουν λίγο ; Όλο τακτική-τακτική και μετά κλατάρουν…

Έρχεται το ούζο και οι σούπες. Πάει να ανοίξει το ούζο ο Βαγγέλης, αλλά προσφέρεται ευγενικά ο Ερνέστο και λέει : αφήστε το, θα το ανοίξω εγώ !

Προσπαθεί, ξαναπροσπαθεί… παιδεύεται, ξαναπαιδεύεται… δεν ανοίγει με τίποτα !

– Έχω ιδρώσει και μου γλιστράνε τα χέρια.

– Φέρ’ το εδώ, βρε άχρηστε. Ούτε ένα μπουκάλι δεν μπορείς να ανοίξεις !

Το ανοίγει με τη μία ο Μαρινάκης, βάζει στα ποτήρια και ρωτάει…

– Να σου βάλω και πάγο ;

– Αφήστε, θα βάλω μόνος μου… Θα βάλω και λίγο νερό για να μην με πειράξει.

– Άντε, τελείωνε να πιούμε !

– Μισό λεπτό, Πρόεδρε… βιαστικός μου έγινες !

– Άντε, ζήτω !

– Ζήτω ;

– Έτσι λέμε εμείς… άντε, βίβα !

– Εβίβα !

Έρχονται οι σούπες και σε δύο λεπτά την έχει καταπιεί ο Πρόεδρος. Ο Βαλβέρδε στίβει ακόμα το λεμόνι στη δικιά του…

– Τι θα γίνει ; Θα την κάνουμε “θέμα” και τη σούπα ;

– Όχι, θα την φάω…

– Άντε, φάε γιατί θα ‘ρθούν και τα άλλα.

– Ποια άλλα, Πρόεδρε ;

– Αυτά που παρήγγειλα… ποια άλλα ;

– Παραγγείλατε και άλλα ;

– Είσαι με τα καλά σου ; Με το… ρόφημα θα τη βγάλουμε σήμερα ;

– . . . (ο Ερνέστο ρουφάει προσεκτικά τη σούπα, για να μην κάνει θόρυβο, ενώ όταν ρουφούσε ο Πρόεδρος ακούγονταν όπως όταν πέφτει το κύμα στην παραλία)

Έρχονται οι σαλάτες και τα ορεκτικά, πλακώνεται στο διπλομπούκι ο Βαγγέλης και ο Ερνέστο τρώει ακόμα τη σούπα.

– Άντε, μια ώρα με τη σούπα… Θα τα φάω και δεν θα προλάβεις τίποτα !

– Δεν πειράζει, φάτε εσείς.

– Τρώω, δεν χρειάζεται να μου το πεις.

Τελειώνει επιτέλους τη σούπα ο Ερνέστο και σταυρώνει τα χέρια, όπως στους αγώνες.

– Τι σταύρωσες τα χέρια τώρα ; Άντε, τσίμπα τίποτα. Το χταποδάκι ωραίο ήταν, αλλά μόνον αυτό το ποδαράκι έμεινε… φάτο να δεις. Ρε παιδί, φέρε ένα χταποδάκι ακόμα !

– Θα φάτε και άλλο ;

– Για σένα το πήρα. Εγώ θα φάω το ψάρι και τέλος… κάνω και δίαιτα !

Ο Ερνέστο κοντεύει να πνιγεί απ’ τα γέλια. Γκαχ, γκουχ… Τον χτυπάει στοργικά στην πλάτη ο Βαγγέλης.

– Σιγά, ρε… θα πνιγείς για σημάδι. Νονός, νονός…

– Τι είναι “νονός” ;

– Αυτός που σε βάφτισε… Ή δεν σας βαφτίζουν εσάς ;

Έρχεται το δεύτερο χταπόδι και οι πιατέλες με τα λιθρίνια. Κάνει χώρο στο τραπέζι ο Βαγγέλης, για να χωρέσουν και λέει στον σερβιτόρο : πάρε κανένα άδειο, δεν χωράνε.

– Ποιος θα τα φάει όλα αυτά, Πρόεδρε ;

– Το χταπόδι είναι για σένα. Τα ψάρια είναι από ένα για τον καθένα μας.

– Σοβαρά μιλάς τώρα ; Εγώ τόσο δεν τρώω όλη την εβδομάδα… θα σκάσω !

– Φάε εκεί και σκάσε !

Φωνάζει τον σερβιτόρο : ρε μάγκα, για έλα λίγο.

Έρχεται ο σερβιτόρος και του λέει : πάρε τα ψάρια και πήγαινέ τα στον μάστορα. Πες του ωραία είναι έτσι όπως τα έφτιαξε, αλλά επειδή βαριέμαι να τα καθαρίζω, να ρίξει ένα καθάρισμα για να τα φάμε… Να τα καθαρίσει καλά, να του πεις. Μην αφήσει κανένα αγκάθι και πνιγούμε… άντε και γρήγορα !

Βάζει το υπόλοιπο ούζο στο ποτήρι, το ποτήρι του Ερνέστο είναι ακόμα γεμάτο…

– Γιατί δεν πίνεις καθόλου ;

– Ήπια…

– Πότε ήπιες ; Εσύ το ‘χεις γεμάτο !

– Πίνω με ρέγουλα, Πρόεδρε.

Έρχονται τα ψάρια, καθαρισμένα. Λέει στο παιδί : φέρε ένα ουζάκι ακόμα.

– Κι άλλο ούζο ;

– Με ένα θα τη βγάλουμε ; Δύο πόδια έχουμε !

– Τι σχέση έχουν τα… πόδια με το ούζο, Πρόεδρε ;

– Όλα έχουν σχέση… άντε φάε και μην μιλάς. Έχουμε να πούμε και για τις μεταγραφές.

– Ναι, Πρόεδρε.

– Ποιος να ήταν στο τηλέφωνο, ρε γσμώτο ; Πώς και δεν ξαναπήρε ;

– Λέτε να ήταν κανένας μάνατζερ παιχτών ;

Πάνω στην κουβέντα, ξαναχτυπάει το τηλέφωνο του Προέδρου.

– Έλα, ποιος είναι ;

– C’ est moi, Laurent Nicollin, president du Montpellier (μετάφραση : είμαι ο Νικολέν, πρόεδρος της Μονπελιέ)

Ψιθυρίζει στον Ερνέστο : ο Πρόεδρος της Μονπελιέ είναι…

Το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνομιλίας

– Γεια σου, ρε συνάδελφε !

– Πουρκουά ; (ξέχασε να το αλλάξει η μεταφράστρια, φαίνεται θα μιλούσε στο κινητό με τον γκόμενο)

– Τι γιατί, ρε βλάχο… συνάδελφοι δεν είμαστε ; Πρόεδρος εσύ, Πρόεδρος κι εγώ.

– Μεσιέ Μαρινάκης…

– Χωρίς μεσιέ, σκέτο Μαρινάκης… Βαγγέλης καλύτερα. Μην μου άρχισες κι εσύ τα κεριά και τα λιβάνια σαν τον Ερνέστο. (η μεταφράστρια μάλλον δεν έχει κλείσει ακόμα το κινητό, ο δικός της λέει σέξυ ιστορίες και… έχει μουσκέψει η γκόμενα)

– Βαγγέλης, έχουμε στα χέρια μας την πρόταση του κλαμπ στο οποίο προεδρεύετε για την παραχώρηση του Μάρκο Εστράδα.

– Σας έστειλε φαξ ο Μαθία ;

– Ναι και χαρήκαμε πολύ για το ενδιαφέρον σας… μας τιμάτε ιδιαιτέρως !

– Πόσο πάει το μαλλί ;

– Στο φαξ δεν λέει για το μαλλί… Τον ποδοσφαιριστή θέλετε ή το μαλλί του ;

– Σιγά το μαλλί… σαν σκαντζόχοιρος είναι, όπως τον είδα στις φωτογραφίες. Τι να το κάνουμε το μαλλί… χαλιά θα υφάνουμε ;

– Με μπερδέψατε τώρα, μεσιέ Μαρινάκης.

– Άκου εδώ, Χριστιανέ μου…

– Κατολίκ, σιλ βου πλε ! (το παράχεσε η γκόμενα, άφησε όλη την πρόταση όπως ήταν)

– Εντάξει, Χριστιανοί είστε κι εσείς… δεν θα κολλήσουμε σ’ αυτό. Πες τώρα, πόσα θες να μας τον δανείσεις για φέτος και του χρόνου βλέπουμε…

– Και τώρα βλέπουμε, μεσιέ Μαρινάκης. Από μικρά παιδιά, βλέπουμε !

– Ώπα, έχουμε και χιούμορ… Ρε άνθρωπε, πήρες για να μου σπάσεις τα νεύρα ;

– Όχι, Βαγγέλης… πήρα να σου πω ότι δεν τον δίνουμε δανεικό. Αν τον θέλετε, σας τον παραχωρούμε ελεύθερο και θέλουμε τρε μίλιονς γιούρος, κας.

– Σιγά, μην μου τα λες έτσι απότομα… Μόλις έφαγα και θα πάθω καμιά ζημιά !

– Δεν θα το ήθελα, μεσιέ Μαρινάκης.

– Εγώ πάλι, θα ήθελα τον παίχτη, γιατί από σένα μπορεί να γλιτώσω, αλλά με τους φανς δεν με βλέπω να τη βγάζω καθαρή. Αλλά ζητάς πολλά κι εσύ, ρε φίλε… κόψε κάτι !

– Ε μπον φουτμπαλέρ, Μάρκο Εστράδα, μεσιέ Μαρινάκης. (ρε γαμώτο… αν ξαναδώσετε μετάφραση σ’ αυτή, θα σας αλλάξω τον αδόξαστο)

– Ούτε… μπον φιλέ να ήταν ολόκληρος, δεν θα ζητούσες τρία χαρτιά.

– Όπως νομίζετε και όπως θέλετε εσείς, μεσιέ Μαρινάκης.

– Ρε γαμώτο, τον θέλω… μπας και τους βουλώσω το στόμα και δεν ακούω τη γκρίνια τους. Αλλά είναι πάρα πολλά τα λεφτά που ζητάς !

– Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να δεχτώ κάτι λιγότερο.

– Δηλαδή, δεν κατεβαίνεις καθόλου ;

– Άμα είναι κας και δεν κόψουμε απόδειξη για όλο το ποσό, κάτι θα γλιτώσουμε από τον Φ.Π.Α. και προτείνω να μοιράσουμε το κέρδος που θα προκύψει.

Και συνεχίζει : να βάλω κι εγώ κάτι στην τσέπη μου, χωρίς να με πάρουν χαμπάρι οι υπόλοιποι στο Διοικητικό Συμβούλιο του κλαμπ… έτσι γίνονται αυτές οι δουλειές !

– Κατάλαβα… είστε κι εσείς χειρότεροι από εμάς.

– Ε, όχι και χειρότεροι. Εσείς, οι Έλληνες είστε οι πρωταθλητές της ρεμούλας !

– Ενώ εσείς βγαίνετε στο… Γιουρόπα. Θα βγάλετε και τον πηδίκουλα Πρόεδρο τώρα ;

– Ποιος είναι ο πηδίκουλας ;

– Ο Ντομινίκ (Σ.Σ. Στρος Καν), ρε ‘σύ. Έμαθα τον άφησαν ελεύθερο και θα τον βγάλετε Πρόεδρο, μπας και πετάξετε από πάνω σας τη ρετσινιά ότι οι μισοί Γάλλοι είναι… αδερφές !

– Αυτά είναι πολιτικά θέματα και δεν μας αφορούν, μεσιέ Μαρινάκης.

– Λοιπόν, μην τον δώσεις πουθενά… θα ξαναμιλήσουμε. Άσε με, να το σκεφτώ λίγο.

– Ορεβουάρ, μεσιέ Μαρινάκης. Μερσί !

– Μερσί κι εγώ… (η άλλη ακόμα μιλάει στο κινητό, δεν χορταίνει με τίποτα)

Κλείνει το τηλέφωνο, όσο μιλούσε ήπιε το δεύτερο ούζο, και λέει στον Βαλβέρδε.

– Τρία και μπροστά.

– Δηλαδή ;

– Θέλει τρία εκατομμύρια μετρητά.

– Πολλά είναι ;

– Εσύ, τι να λες… είναι λίγα ;

– Ε, όχι… Αλλά είναι πολύ καλός παίχτης. Μας ανεβάζει επίπεδο !

– Λες να μην το ξέρω ;

– Εγώ σας είπα : να πάρουμε τον Πάμπλο.

– Άλλος είναι ετούτος πάλι ;

– Όχι, Πρόεδρε… αλλά μου είπατε ότι δεν θέλετε να ακούσετε ξανά για τον Ορμπάιθ.

– Και βρήκες άλλον τώρα, για να μου σπάσεις τα νεύρα ;

– Ο Πάμπλο Ορμπάιθ είναι ένας παίχτης… δεν είναι δύο παίχτες. Καταλάβατε ;

– Με βάρεσε το ούζο… δεν έπρεπε να το πιω. Δεν βοηθάς κι εσύ λίγο !

– Πώς δεν βοηθώ ; Αφού αυτός δεν είναι ακριβός… και θα κάνουμε τη δουλειά μας.

– Ναι, όπως την κάναμε και με τον Μωυσή (Σ.Σ. Ουρτάδο). Ανεβήκαμε στο όρος Σινά !

– Ο Πάμπλο θα μας βοηθήσει, Πρόεδρε… Είναι σε πολύ καλή κατάσταση.

– Ποιος μωρέ… αυτός είναι σακατεμένος. Εδώ, ο άλλος σκόνταψε στο ίσιωμα !

– Ποιος σκόνταψε ;

– Ο κοντός, ο… μπαγάσας. Δεν σκόνταψε στα Γιάννενα ;

– Όχι, ακριβώς.

– Όπως και να ‘ναι, τραυματίστηκε. Πού να πας μ’ αυτούς στα χωράφια… θα τους πλακώσουν στις κλωτσιές και θα έχουμε δράματα. Κανένα δυνατό παιδί να πάρουμε, να αντέχει και λίγο ξύλο.

– Τότε, να πάρουμε τον Τζιόλη.

– Άλλο σαράβαλο… Χώρια που δεν τον θέλουν, επειδή ήταν στον βάζελο !

– Ας μην πάρουμε κανέναν, Πρόεδρε… θα προσπαθήσουμε με αυτούς που έχουμε.

– Όχι, θα πάρουμε κάποιον. Δεν ξέρω… (ξεφυσάει ο Πρόεδρος)

– Τον Αμπντούν να τον πάρουμε, Πρόεδρε ;

– Να τον πάρουμε… δεν αντέχω άλλη κουβέντα. Έχω ένα κεφάλι-κουδούνι !.

– Επιθετικό, θα πάρουμε ;

– Γιατί, ο Αμπντούν τι είναι… τερματοφύλακας ;

– Όχι, επιθετικός μέσος είναι.

– Τι τον θέλεις και άλλον επιθετικό, τώρα ;

– Για να παίζει όταν θα μας λείπει ο Κέβιν ή ο Ράφικ. Φαντάζεστε σε κάποιο παιχνίδι να μην έχω κανέναν από αυτούς ;

– Να βάζεις τον Μάρκο… για το Καραϊσκάκη μια χαρά είναι. Γουστάρει να ανεβαίνει και στην κερκίδα !

– Και άμα παίζουμε εκτός έδρας ;

– Ε… όλα ανάποδα θα έρχονται ;

– Άμα έρχονται ;

– Ουφ… εσύ θα με σκάσεις.

Φωνάζει στον σερβιτόρο : ρε μάγκα, φέρε κανένα μπουκάλι νερό γιατί σκάσαμε !

Και συνεχίζει : Ωραίο είναι το ούζο όταν το πίνεις, αλλά μετά θες να πιεις έναν κουβά νερό για να ξεδιψάσεις…

– Είπε ο Ντάρκο ότι βρήκε έναν Βούλγαρο… είναι πιτσιρικάς, στο στυλ του Μιραλάς.

– Πόσο κάνει ;

– Δεν ξέρω, αλλά δεν πρέπει να είναι ακριβός. Ξέρετε ότι προτάθηκε και ο Ιακουίντα.

– Ο Ιταλός ; Δεν τον θέλω, το όνομα είναι γλωσσοδέτης. Πάρε τον μικρό που είπες.

– Τον Ντέλεφ, τον Βούλγαρο ;

– Άμα αρέσει στον Ντάρκο, θα είναι καλός… ξέρει αυτός ποιος κάνει και ποιος όχι. Ειδικά, όταν μιλάμε για επιθετικούς είναι “μανούλα”. Ελπίζω να μην ζητήσουν τα κέρατά τους και αυτοί…

 

ΥΓ. Σας υπόσχομαι ότι σύντομα θα γράψω κάτι ανάλογο και σίγουρα πολύ πιο σύντομο με άλλους πρωταγωνιστές. Το σχεδιάζω στο μυαλό μου και μετέφερα όλα αυτά για να κάνω τη σχετική προθέρμανση. Ξέρω ότι σας κούρασα, όμως ελπίζω να διασκεδάσατε και να διαπιστώσατε ότι “όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν”, όπως λέει και το τραγούδι. Μην ξεχνάτε ότι τότε ήταν τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου και δεν είχε προηγηθεί κανένα Μουντιάλ…

dp11 – Δημήτρης Παπαχρήστος